διαπύρου

διαπύρου
διάπυρος
red-hot: masc /fem /neut gen sg
διαπυρόω
pres imperat act 2nd sg
διαπυρόω
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic )
διαπυρος
red-hot: masc /fem /neut gen sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαπύρου — διάπυρος red hot masc/fem/neut gen sg διαπυρόω pres imperat act 2nd sg διαπυρόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) διαπυρος red hot masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρόμετρο — Όργανο μέτρησης υψηλών θερμοκρασιών, που χρησιμοποιείται ειδικότερα στη μεταλλουργία και στις υψικαμίνους. Το απλό π. αποτελείται από μια σειρά μεταλλικών κώνων από μείγματα με γνωστό σημείο τήξης, οι οποίοι τοποθετούνται κατά αυξανόμενη… …   Dictionary of Greek

  • στερεοποίηση — η / στερεοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [στερεοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεοποιώ νεοελλ. 1. φυσ. χημ. μετάπτωση ενός σώματος από την υγρή ή την αέρια φάση στη στερεά κατάσταση 2. (πετρογρ.) η πήξη λειωμένου και διάπυρου μάγματος και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”